- ρίχνει
- фрла
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γρεναδιέρος — ο 1. Γάλλος στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες (18ος 19ος αιώνας) 2. φρουρός τών βασιλικών ανακτόρων τής Μεγάλης Βρετανίας με γραφική στολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grenadier «στρατιώτης ειδικευμένος στο να ρίχνει χειροβομβίδες»] … Dictionary of Greek
πετροπομπός — όν, Μ 1. (για πολεμική μηχανή) αυτός που ρίχνει, που εκσφενδονίζει πέτρες («πετροπομποὺς ἀφέσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροπομπός πολεμική μηχανή που ρίχνει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ψυχο πομπός] … Dictionary of Greek
πολυβόλος — Αρχαία πολεμική μηχανή, ανάλογη με τα σημερινά πολυβόλα. Αποτελούνταν από μια χοάνη στην οποία τοποθετούνταν ένας αριθμός βελών. Κάτω από τη χοάνη αυτή υπήρχε ένας κύλινδρος, που καθώς περιστρεφόταν έπαιρνε ένα βέλος και το πήγαινε στη σύριγγα… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο τοποθετημένο σε διάφορα σημεία, για να ρίχνει κανείς τα γράμματα που θέλει να ταχυδρομήσει. 2. κιβώτιο στις εισόδους των σπιτιών, στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τα γράμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρωτός — ή, ό ο κατασκευασμένος από πέτρες: Ρίχνει χαλάζι πετρωτό, ρίχνει να με σκοτώσει (λαϊκ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Polyphonic song of Epirus — The polyphonic song of Epirus constitutes one of the most interesting musical forms, not only for the east Mediterranean and the Balkans, but also for the worldwide repertoire of the folk polyphony. The music is found among… … Wikipedia
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek